- υπόστροφος
- -η, -ο / ὑπόστροφος, -ον, ΝΜΑ [ὑποστρέφω]αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεταινεοελλ.1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός»ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με τις ψείρες και τα τσιμπούρια, χαρακτηριζόμενο από αλλεπάλληλες πυρετικές εξάρσεις με μεσοδιαστήματα απυρεξίαςβ) «υπόστροφες καταθλίψεις»ιατρ. καταθλιπτικά σύνδρομα που απαντούν σε άτομα ηλικίας πενήντα ώς εξήντα και πλέον ετών, γένους συνήθως θηλυκού, και τα οποία εμφανίζονται χωρίς προσωπικό ή οικογενειακό ψυχιατρικό αναμνηστικό ή εμφανείς ψυχολογικές αιτίες και χαρακτηρίζονται από σημαντικές υποχονδριακές ενοχλήσεις, έντονο άγχος, υστερική συμπεριφορά και σημαντική μείωση τής πνευματικής απόδοσηςμσν.(το ουδ. στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόστροφαὑποστροφάδην*.
Dictionary of Greek. 2013.